- δεσποτισμός
- Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές έννοιες, ώστε να καταλήξει να χαρακτηρίζει μάλλον μια μέθοδο άσκησης της εξουσίας, ανεξάρτητα από τη μορφή της μοναρχίας.
Ο Αριστοτέλης θεωρεί τον δ. χαρακτηριστικό του τυραννικού εκφυλισμού της μοναρχίας. Στο Βυζάντιο, ο δεσπότηςήταν τίτλος του αυτοκράτορα και αργότερα ο ανώτατος βαθμός αυλικού αξιώματος. Στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής ιστορίας έγινε τίτλος ανεξάρτητων ή ημιανεξάρτητων τοπικών ηγεμονιών (Ηπείρου, Πελοποννήσου κλπ.) και από εκεί, την εποχή της τουρκοκρατίας, έμεινε στη λαϊκή γλώσσα ως συνώνυμο του επισκόπου που ήταν, για τους χριστιανούς, υπόδουλος του σουλτάνου και ο ανώτερος αναγνωριζόμενος άρχοντας.
Ο Μακιαβέλι, ο οποίος εξέτασε θεωρητικά τις πολιτικές ιδιότητες του ηγεμόνα σε συνάρτηση με τη διατήρηση και την καλή λειτουργία του κράτους, θεωρούσε τη δεσποτική διακυβέρνηση απλό μέσο που δεν μπορεί να καταδικαστεί εξ ορισμού, αν εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό. Ο Χομπς θεωρούσε απόλυτα απαραίτητη για την κοινωνική ζωή την ολοκληρωτική παραίτηση των πολιτών από τα ατομικά τους δικαιώματα και την απόλυτη άσκηση της εξουσίας από τον μονάρχη. Ο φωτισμένος δεσποτισμός ορισμένων Ευρωπαίων μοναρχών (Λουδοβίκου ΙΔ’, Φρειδερίκου της Πρωσίας, Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας) απέδωσε θετική αξία στον όρο.
Στη σύγχρονη παραλλαγή του όρου, ο δ. κατέληξε να σημαίνει μια ειδική μορφή διακυβέρνησης που μπορεί να υπάρχει και στις μοναρχίες και στις δημοκρατίες. Ο πρώτος που διατύπωσε θεωρητικά την αντίληψη αυτή ήταν ο Μοντεσκιέ, ο οποίος αντέτασσε στον δ., ως διακυβέρνηση που στηρίζεται στην τρομοκρατία και στη βία, τη δημοκρατία που βασίζεται στην αρετή και τη μοναρχία που βασίζεται στην έντιμη διακυβέρνηση. Ο όρος δ. απέκτησε, έτσι, εντονότερα αρνητικό χαρακτήρα και καθόρισε ένα καθεστώς στο οποίο η εξουσία αυτών που κυβερνούν δεν περιορίζεται ούτε από τον νόμο ούτε από τα δικαιώματα του ατόμου. Με την έννοια αυτή, ο Μιραμπό, στο έργο του Δοκίμιο για τον δεσποτισμό (1776), καταδίκασε τον δ. ως καθεστώς που αντιστρατεύεται στη φύση. Τη νεότερη αυτή σημασία του δ. όρισε ακριβέστερα ο Καντ, ο οποίος διέκρινε τις μορφές του κράτους (απολυταρχία, αριστοκρατία, δημοκρατία) από τις μορφές διακυβέρνησης (δημοκρατική ή δεσποτική). Οι τελευταίες αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο «το κράτος χρησιμοποιεί το σύνολο της εξουσίας του». Κατά τον Καντ, ενώ «το δημοκρατικό καθεστώς εφαρμόζει την πολιτική αρχή της διάκρισης της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης) από τη νομοθετική, ο δ. είναι η αυθαίρετη εφαρμογή των νόμων που έχει επιβάλει το ίδιο το κράτος. Στον δ. τη λαϊκή θέληση αντικαθιστά η προσωπική θέληση του ηγεμόνα». Και επειδή ο ηγεμόνας δεν είναι αναγκαστικά μονάρχης, ο δ. μπορεί να χαρακτηρίζει όλες τις μορφές διακυβέρνησης. Ο Καντ φτάνει, μάλιστα, να υποστηρίζει πως «η δημοκρατική μορφή, με την κύρια έννοια της λέξης, είναι αναγκαστικά δ., εφόσον εγκαθιστά μια εκτελεστική εξουσία όπου όλοι αποφασίζουν πάνω από τον έναν και ενδεχομένως εναντίον του ενός». Δίνοντας έμφαση στη βάση αυτής της υπεροχής του ατόμου έναντι της πολιτικής κοινότητας, οι φιλελεύθεροι θεωρητικοί (Μπενζαμέν Κονστάν, Βίλχελμ φον Χούμπολντ, Φρανσουά Γκιζό) καταδίκασαν τον δ. των συνελεύσεων.
Αρκετά διαφορετική είναι η έννοια του δ., όπως ορίζεται από τον Ρουσό, υπέρμαχο της άμεσης λαϊκής κυριαρχίας. Ο Ρουσό συνέδεσε την έννοια του δ. κυρίως με την κατάργηση του κοινωνικού συμβολαίου και με την παραβίαση της λαϊκής θέλησης. Ο δ., δηλαδή, χαρακτηρίζει την παραβίαση της γενικής θέλησης για την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων συμφερόντων αυτών που κυβερνούν. Ο Ρουσό προχώρησε επίσης σε διάκριση μεταξύ τυραννίας και δ., ορίζοντας ότι «τύραννος είναι εκείνος που σφετερίζεται παράνομα το δικαίωμα να κυβερνά σύμφωνα με τους νόμους, ενώ δεσπότης είναι εκείνος που θέτει τον εαυτό του πάνω από τους ίδιους τους νόμους». Έτσι, συμπέρανε ο Ρουσό, «ο τύραννος μπορεί να μην είναι δεσπότης, αλλά ο δεσπότης είναι πάντα τύραννος». Κατά την αντίληψη του Ρουσό, λοιπόν, η δημοκρατία, στις πιο άμεσες δυνατές μορφές της και με το καθεστώς των αντιπροσωπευτικών συνελεύσεων, αποτελεί το ασφαλέστερο προπύργιο εναντίον του δ.
Ο δεσποτισμός, με τη μορφή της απολυταρχικής εξουσίας, υπήρξε αντικείμενο πολεμικής ήδη από τον 18o αι. Στη φωτογραφία, «Η σφαγή της Χίου» του Εζέν Ντελακρουά, πίνακας εμπνευσμένος από τον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι· φωτ. Igda).
* * *ο1. αυθαίρετος τρόπος, αυταρχική συμπεριφορά2. η δεσποτεία, η κυριαρχία τής θελήσεως μιας τάξεως ή ενός ατόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξένου όρουπρβλ. γαλλ. despotisme. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.